- λαγοδαιτας
- λαγοδαίταςλᾰγοδαίτας-ου ὅ дор. = λαγοδαίτης См. λαγοδαιτης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λαγοδαίτας — λαγοδαίτᾱς , λαγοδαίτης hare devourer masc acc pl λαγοδαίτᾱς , λαγοδαίτης hare devourer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)